Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βραχὺν χρόνον

  • 1 αντεχω

        и ἀνίσχω
        1) тж. med. держать против (чего-л.) или перед (чем-л.)
        

    οὐκ ἀ. τὰ φῶτα αὑτῷ Plut. — находиться в темноте;

        χεῖρα κρατὸς ἀ. Soph. — заслонять лицо рукой;
        ὄμμασι αἴγλαν ἀ. Soph. — защищать глаза от света;
        ἀντίσχεσθαι τραπέζας ἰῶν Hom. — защищаться столами от стрел;
        ἀ. τῇ πόλει πρὸς τὸν πόλεμον Plut.не подпускать противника к городу

        2) реже med. сопротивляться, оказывать или выдерживать сопротивление
        

    (τινι Her., Thuc., Xen., Plat., Plut., Luc. или πρός τινα и πρός τι Thuc., Plut., реже τι Thuc., Anth.)

        χρόνον ἐπὴ πλεῖστον ἀντέσχε πολιορκευμένη Σόλοι Her. — дольше всех выдерживал осаду (город) Солы;
        οἱ ἀντεχόμενοι τῶν φυλάκων Diod. — оказавшая сопротивление часть стражи;
        ἀ. τῷ ψύχει Plut. (хорошо) переносить холод;
        ἀ. τινὴ πρός τι Plut.устоять с помощью чего-л. перед чем-л.;
        ἀ. μέ ὑπακοῦσαι Plut. — отказываться подчиниться, отказать

        3) быть достаточным, хватать
        

    (ἀντέχει ὅ σῖτος Thuc.)

        ὅ ποταμὸς οὐκ ἀντέσχε τὸ ὕδωρ παρέχων τῷ στρατῷ Her. — воды в реке не хватало для войска;
        ἐς ὅσον ἥ ἐπιστήμη ἀντέχοι Thuc.насколько позволяло (военное) искусство

        4) длиться, продолжаться
        

    (ἐπὴ πολύ Thuc.; βραχὺν χρόνον Dem.)

        ἔστ΄ ἂν αἰὼν οὑμὸς ἀντέχῃ Eur.пока я буду жив

        5) med. держаться, придерживаться, перен. упорствовать
        

    (τινος Her., Xen., Plat., περί τινος Xen. и τινι Diod.)

        ἀ. τῆς χειρός τινος Her.хвататься за чью-л. руку;
        ἀ. τοῦ πολέμου Her. — упорно продолжать войну;
        ἀ. τῆς ἀρετῆς Her. — неуклонно следовать по пути добродетели;
        τῆς θαλάσσης ἀ. Thuc., Polyb.; — заниматься мореплаванием;
        τῆς σωτηρίας ἀ. Lys. — стремиться к спасению;
        ἀ. τινός τινος Arph.упорно оспаривать что-л. у кого-л.;
        ταῖς ἐλπίσιν ἀ. Diod. — сохранять надежды;
        ἀνθεκτέον τινός Arst.необходимо придерживаться чего-л.

        6) med. опираться

    Древнегреческо-русский словарь > αντεχω

  • 2 προλαμβάνω

    προλαμβάνω, [tense] fut.
    A

    - λήψομαι Isoc.6.16

    : [tense] aor. προὔλαβον:—[voice] Pass., v. infr.1.5:— take or receive before,

    τὴν πόλιν Lys.26.9

    codd.;

    τὰ χωρία καὶ λιμένας D.2.9

    ; ἀργύριον π. receive money in advance, Id.50.14, 35;

    τὰ ἐφόδια Aeschin.1.172

    ;

    τρία τάλαντα παρά τινος Id.2.166

    ;

    ἅπαντα ἡμῶν τὰ χωρία D.3.16

    , etc.; also

    π. χάριν E. Ion 914

    (lyr.); μισθὸν τῆς ἀγγελίας for the message, Luc.Merc.Cond.37;

    γάλα μετὰ μέλιτος IG42(1).126.15

    (Epid., ii A.D.);

    π. τὴν ἡλικίαν Aeschin.1.162

    ; π. τὴν αὔξησιν begin their growth before, Thphr.HP8.1.4:—[voice] Pass., to be contained in advance,

    ἐν τῷ ὄντι ἄρα ζωὴ προείληπται καὶ ὁ νοῦς Procl. Inst. 103

    .
    2 take or seize beforehand, Aeschin. 3.142;

    τὴν ἀρχήν A.D.Synt.40.24

    ;

    ὅσα τῆς πόλεως π. D.18.26

    ; τοῦτο π., ὅπως σώσομεν provide that.., Id.3.2: c. part., προλαβὼν κατεγνωκότας ὑμᾶς having first procured your vote of condemnation, Id.24.77:—[voice] Pass.,

    σῶμα προειλημμένον ὑπὸ νόσου Corp.Herm.12.3

    .
    b get or take as a start, προειλήφασι πολὺν χρόνον have had a long start, PCair.Zen.60.5 (iii B.C.);

    π. τῆς νυκτὸς ὁπόσον ἂν δυναίμην Luc.Gall.1

    .
    3 take in preference,

    τι πρό τινος S.OC 1141

    .
    4 take away or off before,

    ἐκ γὰρ οἴκων προὔλαβον μόγις πόδα, μὴ θανεῖν E. Ion 1253

    .
    5 assume in advance,

    τὴν ὁλότητα προλαβὼν ἐγέννησεν ἀπ' αὐτῆς τὴν παντότητα Dam.Pr. 253

    ; προειλήφθω.. δισχιλίων σταδίων τὸ βάθος [εἶναι] Plb.34.6.7.
    II to be beforehand with, anticipate,
    1 c. acc. pers., get the start of,

    τὰς κύνας X.Cyn.5.19

    , v. infr. 3;

    π. τῷ λόγῳ τινάς D.Prooem. 29

    ; βραχὺν χρόνον π. ἡμᾶς, i.e. in dying, Plu.2.117e;

    π. τῇ ῥιζώσει τοὺς χειμῶνας Thphr. HP8.1.3

    , cf. CP3.24.3: c. gen. pers.,

    προλαβών μου ὥστε πρότερος λέγειν D.45.6

    ; ἵνα μὴ -λημφθῶμεν (i.e. by death) Diog.Oen.2.
    2 c. acc. rei, π. γόους, μαντεύματα, E.Hel. 339 (lyr.), Ion 407;

    τὸν καιρόν Plb.9.14.12

    , cf. Plu.Cam.34, etc.;

    τὸν ὄρθρον Luc.Am.15

    ; of mental anticipation,

    π. ὡς οὕτως ἔχον πρὶν γινόμενον οὕτως ἰδεῖν Arist. GA 765a28

    ;

    τὰ συμβησόμενα ταῖς ἐννοίαις Plb.3.112.7

    , cf. 3.1.7;

    τὰ πολλὰ εἰκασίᾳ Luc.Am.8

    ;

    π. ὅτι.. Plu.2.102e

    , etc.
    3 c. gen. spatii, π. τῆς ὁδοῦ get a start on the way, Hdt.3.105;

    πολὺ τῆς ὁδοῦ π. Polyaen.7.29.2

    (but just above, π. ὡς πλείστην ὁδὸν τοὺς διώξοντας)

    ; π. ῥᾳδίως τῆς φυγῆς Th.4.33

    ; π. τῆς διώξεως get a start of the pursuers, D.S.16.94: metaph., μύθου προλαβοῦσα speaking first, Philicus in Stud.Ital.9.44, cf. 46.
    b generally, π. τῶν κηρύκων anticipate them, Arist.Rh. 1408b24; τοῦ χρόνου π. precede in point of time, Id.Metaph. 1050b5.
    4 c. dat. modi, π. τῷ δρόμῳ get a start in running, X.Cyn.7.7;

    τῇ διανοίᾳ Arist.Fr. 660

    ;

    τῇ φυγῇ Plu.Alex.20

    , Cic.47.
    5 c. inf.,

    προέλαβε μυρίσαι Ev.Marc. 14.8

    .
    6 detect,

    ἐν παραπτώματι Ep.Gal.6.1

    ([voice] Pass.).
    8 abs., προὔλαβε πολλῷ was far ahead, Th.7.80, cf. X.Cyn. 6.19, D.4.31, Plb.31.15.8; gain an advantage, D.37.15.
    b anticipate the event, prejudge,

    ἐπειδὰν ἅπαντ' ἀκούσητε κρίνατε, μὴ πρότερον προλαμβάνετε Id.4.14

    ;

    οἱ νόμοι προλαβόντες ἐπιμέλονται ὅπως..

    by anticipation,

    X.Cyr.1.2.3

    ; come before the time, opp. ὑστερίζειν, Gal. 7.353; of corn-buyers, buy earlier, SIG976.49 (Samos, ii B.C.):— [voice] Med.,

    προλαμβάνου Men.701

    :—[voice] Pass., τὸ προειλημμένον that which is prejudged, Hermog.Stat.1.
    c precede, go before, ὁ προλαβὼν βίος his previous life, Arg.2 D.22.3;

    τὰ προλαβόντα

    what precedes,

    Procop. Vand.2.16

    ; ἡ προλαβοῦσα τράπεζα the preceding meal, Lib.Or.57.24; also τῶν προλαβόντων τἢν μνήμην the memory of the past, Procop. Gaz.Pan.p.495 B.
    III repeat from the origin, Isoc.6.16;

    μικρὸν π. Id.16.24

    .
    IV Philos., form a preconception (cf. πρόληψις), prejudge,

    οἷα προειλήφαμεν Phld.D.3.13

    , cf. Sign.22:—[voice] Med., Id.D.1.13:— [voice] Pass., Id.Oec.p.57 J.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προλαμβάνω

  • 3 ἀντέχω

    ἀντέχω or [full] ἀντίσχω, [tense] fut. ἀνθέζω; part. ἀντισχήσων (in sense 11) Lib. Ep.33.2: [tense] aor. ἀντέσχον:—
    A hold against, c. acc. et gen., χεῖρ' ἀ. κρατός hold one's hand against one's head so as to shade the eyes, S.OC 1651: c. dat., ὄμμασι δ' ἀντίσχοις (- έχοις codd.) τάνδ' αἴγλαν may'st thou keep this sunlight upon his eyes, Id.Ph. 830 (lyr.);

    τοὺς χαλινοὺς τῶν ἵππων Hdn.5.6.7

    .
    II c. dat., hold out against, withstand,

    Ἀρπάγῳ Hdt.1.175

    , cf. 8.68.

    β; τοῖς δικαίοις S.Fr.78

    ;

    τῇ ταλαιπωρίᾳ Th.2.49

    ;

    πρός τινα Id.6.22

    ;

    πρὸς τοὺς καμάτους Hdn.3.6.10

    , etc.: c. acc., endure,

    ἀντέχομεν καμάτους AP9.299

    (Phil.); but in Th.8.63 ἀ. τὰ τοῦ πολέμου rather belongs to the next signf., hold out as regards the war; so πολλὰἀ. ib.86.
    2 hold out, endure, c. part.,

    ἡ Ἄζωτος.. ἐπὶ πλεῖστον χρόνον πολιορκουμένη ἀντέσχε Hdt.2.157

    , cf. 5.115, Th.2.70;

    μηκέτι ἀντέχωσι τῷ πόνῳ διϊστάμενοι Pl.Ti. 81d

    ; πολλάκις γιγνομένην ψυχὴν ἀντέχειν last through several states of existence, Id.Phd. 88a.
    3 abs., hold out, stand one's ground, Hdt.8.16, A. Pers. 413, etc.;

    πῶς δύσμορος ἀντέχει; S.Ph. 176

    (lyr.);

    νόσημα ἀντίσχει τὸν αἰῶνα πάντα Hp.Fract.11

    ;

    ἔστ' ἂν αἰὼν ἀντέχῃ E.Alc. 337

    ;

    βραχὺν χρόνον D.2.10

    ; ἀ. ἐπὶ πολύ, ἐπί πλέον, Th.1.7,65; ἀ. ἐλπίσιν in hope, D.S.2.26;

    ἀ. περί τινος X.HG2.2.16

    : peculiarly, ἀ. μὴ ὑπακοῦσαι I hold out against.., refuse.., Plu.2.708a.
    b of the rivers drunk by the Persian army, hold out, suffice, Hdt.7.196, cf. A.Pers. 413 (in full

    ἀ. ῥέεθρον Hdt.7.58

    ; ἀ. ὕδωρ παρέχων ib. 108); so

    ἀντέχει ὁ σῖτος Th.1.65

    .
    4 extend, reach,

    ἐς ὅσον ἡ ἐπιστήμη ἀ. Id.6.69

    ; prevail,

    διὰ τὴν λῃστείαν ἐπὶ πολὺ ἀντίσχουσαν 1.7

    .
    III [voice] Med., hold before one against something, c. acc. et gen., ἀντίσχεσθε τραπέζας ἰῶν hold out the tables against the arrows, Od.22.74.
    2 c. gen. only, hold on by, cling to,

    ἐκείνου τῆς χειρός Hdt.2.121

    .

    έ; πέπλων E.Tr. 750

    , cf. Ion 1404;

    τῶν θυρῶν Ar.Lys. 161

    : metaph., ἀ. τῶν ὄχθων cling to the banks, keep close to them, Hdt.9.56; ἀ. Ἡρακλέος cleave to Hercules, i.e. worship him above all, Pi.N.1.33; ἀ. τῆς ἀρετῆς, Lat. adhaerere virtuti, Hdt.1.134;

    ἀ. τοῦ πολέμου Id.7.53

    ;

    τοῦ κέρδους S.Fr. 354

    ;

    τῆς θαλάσσης Th.1.13

    ;

    σωτηρίας Lys.33.6

    ;

    τῆς ἀληθείας Pl.Phlb. 58e

    , cf. R. 600d, al.;

    τῶν παραδεδομένων μύθων Arist.Po. 1451b24

    ; τῆς ἐλευθερίας Decr. ap. D.18.185;

    τῶν δικαίων POxy.1203.30

    (i A. D.). b. c. gen. pers., care for, support, 1Ep. Thess.5.14.
    3 abs.,

    αὐτὸς ἀντέχου S.Ph. 893

    , cf. Ar.Ach. 1121.
    4 c. dupl. gen. pers. et rei, ἀνθέξεταί σου τῶν πατρῴων χρημάτων will lay claim to the property from you, dispute it with you, Ar.Av. 1658.
    6 adhere, Arist.HA 583a18: Medic., of constipation,

    γαστὴρ ἀντίσχετο Hp.Epid.4.20

    ; γαστρὸς ἀντεχομένης ib.17.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντέχω

  • 4 γιγνομαι

        дор.-ион. и поздн. γίνομαι (γῑ), эп. тж. γείνομαι (см.)
        

    (impf. ἐγιγνόμην, fut. γενήσομαι, aor. 2 ἐγενόμην - дор. ἐγενόμαν, pf. γέγονα - эп. тж. γέγαα, part. γεγαώς - стяж. γεγώς; pass.: pf. γεγένημαι, ppf. (ἐ)γεγενητο)

        1) рождаться
        

    (θανεῖν ἢ γενέσθαι Hes.; γ. καὴ ἀπόλλυσθαι Plat.)

        τὰ γενόμενα или γιγνόμενα (sc. τέκνα) Arst. — дети;
        γεγονέναι ἔκ τινος Hom., Eur., Arst., ἀπό τινος Her., Xen., Plat., редко τινος Eur.происходить от кого-л.;
        νέον γεγαώς Hom. — новорожденный;
        γεγονέναι εὖ Her. или καλῶς Isocr. — быть знатного происхождения;
        οἱ ἐξ ἡμῶν γεγονότες Isocr.наши дети

        2) ( о растениях) рождаться, вырастать, расти
        

    (φύλλα καὴ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ Xen.; τὰ γιγνόμενα ἐν ἀγρῷ Xen. и κατὰ τὰς χώρας Arst.)

        3) происходить, совершаться
        

    γ. ἔκ τινος Her., ἀπό τινος Xen., ὑπό τινος Thuc., Xen. и παρά τινος Plat.случаться из-за кого(чего)-л., вследствие чего-л. или благодаря кому(чему)-л.;

        ἢ γεγονότα ἢ ὄντα ἢ μέλλοντα Plat. — прошлое, настоящее или будущее;
        οὐκ ἂν ἔμοιγε ἐλπομένῳ τὰ γένοιτο Hom. — не смею надеяться, чтобы это случилось;
        ἀγορέ γένετο Hom. — происходило собрание;
        χρῆν Κανδαύλῃ γενέσθαι κακώς Her. — Кандавлу пришлось плохо;
        πιστὰ ἠξίου γενέσθαι Xen. — он потребовал гарантий;
        ἐγίγνονθ΄ οἱ ὅρκοι Dem. — были даны клятвы;
        τὰ ἱερὰ καλὰ ἐγίγνετο Xen. — жертвоприношение сложилось благоприятно;
        τὰ γεγενημένα или τὰ γενόμενα Xen., Dem.; — происшедшее, прошлые события;
        τὰ γενησόμενα Dem. — предстоящие события, последствия;
        ἀρρωδέομεν μέ ὑμῖν οὐκ ἡδέες γένωνται οἱ λόγοι Her. — мы опасались, не будут ли вам неприятны эти слова;
        ἐγένετο ὥστε ἀμφοτέρους ἔξω Σπάρτης εἶναι Xen. — случилось так, что оба уехали из Спарты;
        λαβεῖν μοι γένοιτο αὐτόν! Xen. — ах, если бы мне удалось поймать его!

        4) становиться, делаться
        

    πάντα γιγνόμενος (Πρωτεύς) Hom. — Протей, превращающийся во все (что угодно);

        ἐκ πλουσίου πένητα γενέσθαι Xen. — стать из богача бедняком;
        εἴ τις κωλυτές γίγνοιτο τῆς διαβάσεως Thuc.если бы кто-л. вздумал помешать переходу;
        τί γένωμαι ; Aesch. — что со мной будет?;
        οὐκ ἔχοντες ὅ τι γένωνται Thuc. — не зная, как им быть;
        γενέσθαι τῶν δικαστέων Her.состоять судьей (досл. в числе судей);
        τούτων γενοῦ μοι Arph. — стань таким, как они;
        καθ΄ ἕν γ. Thuc. — объединяться, соединяться;
        ἐπὴ τῆς γνώμης τινὸς γ. Dem.присоединяться к чьему-л. мнению;
        πρὸς τῇ γῇ γ. Dem. — причаливать к берегу;
        ἑαυτοῦ γ. Plat., Dem.; — становиться независимым, но γ. αὑτοῦ Soph., ἐντὸς ἑαυτοῦ Her. и εν ἑαυτῷ Xen. овладевать собой, приходить в себя;
        ὅ σῖτος ἐγένετο ἑκκαίδεκα δραχμῶν Dem. — цена на хлеб дошла до 11 драхм;
        ἐν πολέμῳ γενέσθαι Thuc. — вступить в войну;
        δι΄ ἔχθρας γενέσθαι τινί Arph.поссориться с кем-л.;
        παντοῖος ἐγίνετο μέ … Her. — он прилагал все усилия к тому, чтобы не …;
        ἆρ΄ ἀν ἐν καιρῷ γένοιτο ; Xen. — не было ли бы кстати?;
        ἐπ΄ ἐλπίδος μεγάλης γενέσθαι Plut. — возыметь большую надежду, воспрянуть духом;
        γενέσθαι σύν τινι или μετά τινος Xen.быть на чьей-л. стороне или в союзе с кем-л.;
        κατὰ σφᾶς αὐτοὺς γ. Dem. — обособляться, отделяться;
        ἐπὴ τῷ ἄκρῳ γενέσθαι Xen. — достигнуть вершины;
        τοῦ πάσχειν κακῶς ἔξω γενέσθαι Dem. — находиться вне опасности;
        ἀπὸ или ἐκ δείπνου γενέσθαι Her. — кончить обед;
        ἐξ ὀφθαλμῶν τινι γενέσθαι Her.покинуть кого-л. (досл. уйти с чьих-л. глаз);
        γενόμενος ἀπὸ τούτων Plut. — покончив с этим;
        πρὸς αὑτῷ γενόμενος βραχὺν χρόνον Plut.немного поразмыслив

        5) филос. становиться, изменяться
        

    (ἔστι μὲν οὐδέν, ἀεὴ δε γίγνεται Plat.; γίγνεται πάντα ἐξ ἐναντίων ἢ εἰς ἐναντία Arst.)

        6) приходить, наступать
        

    (ἅμα ἕῳ γιγνομένῃ Thuc.; ὡς τρίτη ἡμέρη ἐγένετο Her.)

        7) (в историч. врем.) достигнуть (того или иного) возраста
        

    ἔτεα τρία καὴ δέκα γεγονώς Hom. ( или γενόμενος Xen.) — достигший 13 лет от роду;

        ὀγδοηκοστὸν ἔτος γεγονώς Luc. — в возрасте 80 лет;
        ὑπὲρ τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονώς Xen.перешедший возраст военнообязанного

        8) возникать, появляться
        

    νόσος ἤρξατο γ. Thuc. — началась эпидемия;

        ἀνάπυστα γίνεται τρόπῳ τοιῷδε Her. — вот как дело обнаружилось;
        τὸ τοὺς πολεμήσοντας γεγενῆσθαι Dem. — появление людей, намеренных воевать

        9) получаться, оказываться
        ὅ τῶν ψήφων γεγονὼς ἀριθμός Plat. — оказавшееся (после подсчета) число голосов;
        οἱ καρποὴ οἱ γιγνόμενοι ἐξ ἀγελῶν Xen. — доходы от скотоводства;
        τὰ ἑαυτοῖς γενόμενα Dem.их доходы

        10) (в историч. врем.) миновать, пройти
        

    πρὴν ἓξ μῆνας γεγονέναι Plat. — не прошло и шести месяцев;

        ἐγένετο ἡμέραι ὀκτώ NT.прошло 8 дней

    Древнегреческо-русский словарь > γιγνομαι

  • 5 προλαμβανω

        (aor. 2 προὔλαβον) редко med. Men.
        1) брать или получать вперед

    (τι παρά τινος Aesch. и τί τινος Dem.)

    , π. ἀργύριον Dem. брать деньги вперед
        2) прежде завладевать, ранее захватывать
        

    (τέν πόλιν Lys.; τὰ χωρία Dem.)

        προληφθῆναι ἔν τινι παραπτώματι NT.впасть в какое-л. прегрешение

        3) опережать, (пред)упреждать
        βραχὺν χρόνον προειληφέναι τινά Plut.упредить кого-л. на короткое время;
        π. τῆς ὁδοῦ Her. — обгонять в пути, двигаться быстрее;
        π. τῆς φυγῆς Thuc. — спасаться бегством, ускользать (от преследующего противника);
        π. τοῦ χρόνου Arst. — опережать во времени;
        προλαβεῖν ποιῆσαί τι NT.сделать что-л. заранее;
        ἐξ οἴκων π. πόδα Eur. — заблаговременно уйти из дому;
        τῷ φόβῳ προλαμβάνεσθαι Men. — со страхом избегать;
        οἱ νόμοι προλαβόντες ἐπιμέλονται, ὅπως μή … Xen. — законы заботятся о предупреждении того, чтобы (не) …

        4) (тж. π. τὸν καιρόν Polyb.) действовать преждевременно, поступать слишком поспешно, предвосхищать
        

    μέ προλάμβανε γόους Eur. — не рыдай раньше времени;

        μέ πρότερον προλαμβάνετε Dem.не судите преждевременно

        5) ставить выше, предпочитать
        

    πρὸ τοὐμοῦ προύλαβες τὰ τῶνδε ἔπη Soph. (меня не удивляет), что ты предпочел заговорить с ними раньше, чем со мной

        6) начинать с предыдущего

    Древнегреческо-русский словарь > προλαμβανω

  • 6 διέρχομαι

    διέρχομαι, [tense] fut. διελεύσομαι (but δίειμι is used in [dialect] Att. as [tense] fut., and διῄειν as [tense] impf.): [tense] aor. διῆλθον:—
    A go through, pass through, abs.,

    ἀντικρὺ δὲ διῆλθε βέλος Il.23.876

    , etc.: c. gen., φάτο.. ἔγχος ῥέα διελεύσεσθαι ..

    Αἰνείαο 20.263

    , cf. 100;

    σφαγῶν διελθὼν ἰός S.Tr. 717

    ;

    δ. διὰ τῆς νήσου Hdt.6.31

    ; διέρχεται ἅπαντα διὰ τούτου Ar.Av. 181;

    δ. διὰ πάντων Act.Ap.9.32

    ;

    εἰ σῶμα οὖσα ἡ ψυχὴ.. διῆλθε διὰ παντός Plot. 4.7.8

    : c. acc., δ. πῶϋ, ἄστυ, Il.3.198, 6.392; θύρας (pl.) Lys.12.16;

    τὴν πολεμίαν Th.5.64

    ;

    τρεῖς σταθμούς X.An.3.3.8

    .
    2 pass through, complete,

    τὸ πέμπτον μέρος τῆς ὁδοῦ Hdt.3.25

    ;

    τὸν βίον Pl. R. 365b

    , etc.;

    παιδείαν X.Cyr.1.5.1

    .
    3 of reports,

    βάξις διῆλθ' Ἀχαιούς S.Aj. 999

    : abs.,

    διῆλθεν ὁ λόγος

    went abroad, spread,

    Th.6.46

    , cf. X.An.1.4.7;

    κληδὼν γῆς διῆλθε S.Ph. 256

    .
    4 of pain, shoot through one, ib. 743; of passion,

    ἵμερος δ. Ἡρακλῆ Id.Tr. 477

    ; ἐμὲ διῆλθέ τι a thought shot through me, E.Supp. 288.
    5 pass through and reach, arrive at,

    βίου τέλος Pi.I.4(3).5

    .
    6 go through in detail, recount,

    λόγον Id.N.4.72

    ;

    χρησμόν A.Pr. 874

    ; ἃ διῆλθον the details I have gone through, Th.1.21; ὀλίγα διελθών a little further on, Pl.Prt. 344b;

    δ. περί τινος Isoc.4.66

    ,9.12, Pl.Prt. 347a;

    ὑπέρ τινος Plb.1.13.10

    ;

    πάντα μετὰ φρεσί h.Ven. 276

    ;

    πρὸς αὑτόν Isoc.11.47

    ;

    δ. τίς πολιτεία.. συμφέρει Arist.Pol. 1296b14

    .
    II intr. of Time, pass, elapse,

    χρόνου οὐ πολλοῦ διελθόντος Hdt.1.8

    , cf. 3.152, D.23.153, Plb.20.10.17; τοῦ διεληλυθότος ἔτους the past year, BGU410.7 (ii A. D.), etc.;

    διελθουσῶν τῶν σπονδῶν Th.4.115

    ;

    διελθὼν ἐς βραχὺν χρόνον

    having waited,

    E.HF 957

    codd. (fort. ὡς).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διέρχομαι

  • 7 πρός

    πρός, Prep., expressing direction,
    A on the side of, in the direction of, hence c. gen., dat., and acc., from, at, to: [dialect] Ep. also [full] προτί and [full] ποτί, in Hom. usually c. acc., more rarely c. dat., and each only once c. gen., Il.11.831, 22.198:—dialectal forms: [dialect] Dor.[full] ποτί (q. v.) and [full] ποί, but Cret. [full] πορτί Leg.Gort.5.44, etc., Argive [full] προτ( [full] ί) Schwyzer 84.3 (found at Tylisus, V B.C.), restored in Mnemos.57.208(Argos, vi B.C.), and in Alcm.30; Arc., Cypr. [full] πός SIG306.11 (Tegea, iv B.C.), Inscr.Cypr. 135.19H., also sts. in Asia Minor in compds., v. ποσάγω, ποσφέρω; [dialect] Aeol. [full] πρός Sapph.69 ([etym.] προς-), 109, Alc.20 (s. v.l.); [full] πρές Jo.Gramm. Comp.3.10; Pamphylian περτ ([etym.] ί) Schwyzer 686.7, 686a4. (With [full] προτί, [full] πρός cf. Skt. práti 'towards, near to, against, back, etc.', Slav. protiv[ucaron], Lett. pret 'against', Lat. pretium: [full] ποτί (q. v.) and [full] πός are not cogn.) A. WITH GEN., πρός refers to that from which something comes:
    I of Place, from,

    ἵκετο ἠὲ π. ἠοίων ἦ ἑσπερίων ἀνθρώπων Od. 8.29

    ;

    τὸν π. Σάρδεων ἤλεκτρον S.Ant. 1037

    (v.l.).
    2 on the side of, towards, νήσοισι πρὸς Ἤλιδος towards Elis, Od.21.347; π. ἁλός, π. Θύμβρης, Il.10.428, 430;

    εἶναι π. θαλάσσης Hdt.2.154

    ;

    ἱδρῦσθαι π. τοῦ Ἑλλησπόντου Id.8.120

    ;

    ἐστρατοπεδεύοντο π. Ὀλύνθου Th.1.62

    , etc.; φυλακαὶ π. Αἰθιόπων, π. Ἀραβίων, π. Διβύης, on the frontier towards the Ethiopians, etc., Hdt.2.30: freq. with words denoting the points of the compass, δύω θύραι εἰσίν, αἱ μὲν π. βορέαο, αἱ δ' αὖ π. νότου one on the north side, the other on the south side, Od.13.110;

    οἰκέουσι π. νότου ἀνέμου Hdt.3.101

    ; π. ἄρκτου τε καὶ βορέω ἀνέμου κατοικημένοι ib. 102; π. μεσαμβρίης ib. 107; π. τοῦ Τμώλου τετραμμένον τῆς πόλιος (in such phrases the acc. is more common) Id.1.84;

    π. Πλαταιῶν Th. 3.21

    ;

    π. Νεμέας Id.5.59

    ; ἀπὸ τῆσδε τῆς ὁδοῦ τὸ π. τοῦ λιμένος ἅπαν everything on the harbour- ward side of this road, IG12.892: combined with π. c. acc.,

    π. ἠῶ τε καὶ τοῦ Τανάϊδος Hdt.4.122

    ;

    τὸν μέν π. βορέω ἑστεῶτα, τὸν δὲ π. νότον Id.2.121

    , cf. 4.17.
    3 before, in presence of,

    μάρτυροι ἔστων π. τε θεῶν μακάρων π. τε θνητῶν ἀνθρώπων Il.1.339

    ;

    οὐδ' ἐπιορκήσω π. δαίμονος 19.188

    ; ποίτοῦ Ἀπόλλωνος .. ὑπίσχομαι prob. in IG22.1126.7 (Amphict. Delph., iv B. C.); ὑποσχομένους πρὸς τοῦ Διός ib.1237.16: hence,
    b in the eyes of,

    ἄδικον οὐδὲν οὔτε π. θεῶν οὔτε π. ἀνθρώπων Th.1.71

    , cf. X.An.1.6.6, etc.; ὅσιος π. θεῶν Lex ap.And.1.97; κατειπάτω.. ἁγνῶς π. τοῦ θεοῦ if he wishes to be pure in the sight of the god, SIG986.9, cf. 17 (Chios, v/iv B. C.);

    ὁ γὰρ καιρὸς π. ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει Pi.P.4.286

    .
    4 in supplication or adjuration, before, and so, in the name of,

    σε.. γουνάζομαι.. π. τ' ἀλόχου καὶ πατρός Od.11.67

    ;

    π. θεῶν πατρῴων S.Ant. 839

    (lyr.), etc.; ἱκετεύω, ἀντιβολῶ π. παίδων, π. γυναικῶν, etc., D.28.20, etc.: the verb is freq. omitted with π. θεῶν or τῶν θεῶν, E.Hec. 551, S.OT 1037, Ar.V. 760;

    π. τοῦ Διός Id.Av. 130

    : less freq. with other words,

    π. τῆς ἑστίας E.Fr.953.39

    ;

    π. Χαρίτων Luc.Hist.Conscr.14

    ;

    μὴ π. γενείου S.El. 1208

    ;

    μὴ π. ξενίας τᾶς σᾶς Id.OC 515

    (lyr.): sts. in questions, π. θεῶν, τίς οὕτως εὐήθης ἐστίν; in heaven's name, D.1.15;

    π. τῆς Ἀθηνᾶς.. ; Din.1.45

    ;

    ἆρ' οὖν, ὦ π. Διός,.. ; Pl.R. 459a

    , cf. Ap. 26e: sts. in Trag. with the pron. σε between prep. and case,

    π. νύν σε πατρὸς π. τε μητρός.. ἱκνοῦμαι S.Ph. 468

    ;

    μὴ π. σε γονάτων E.Med. 324

    .
    5 of origin or descent, from, on the side of, γένος ἐξ Ἁλικαρνησσοῦ τὰ π. πατρός by the father's side, Hdt.7.99;

    Ἀθηναῖον.. καὶ τὰ π. πατρὸς καὶ τὰ π. μητρός D.57.17

    , cf. Isoc.3.42, SIG1015.7 (Halic.); πρόγονοι ἢ π. ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν in the male or female line, Pl.Tht. 173d;

    ὁ πατὴρ π. μὲν ἀνδρῶν ἦν τῶν Εὐπατριδῶν Isoc.16.25

    ;

    οἱ συγγενεῖς τοῦ πατρὸς καὶ π. ἀνδρῶν καὶ π. γυναικῶν D.57.23

    ; οἱ π. αἵματος blood-relations, S.Aj. 1305;

    ἢ φίλων τις ἢ π. αἵματος φύσιν Id.El. 1125

    .
    II of effects proceeding from what cause soever:
    1 from, at the hand of, with Verbs of having, receiving, etc.,

    ὡς ἂν.. τιμὴν καὶ κῦδος ἄρηαι π. πάντων Δαναῶν Il.16.85

    , cf. 1.160, etc.;

    τιμὴν π. Ζηνὸς ἔχοντες Od.11.302

    ;

    δίδοι οἱ.. χάριν ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων Pi.O.7.90

    ;

    ἄνθεα τιμῆς πρὸς θνητῶν ἀνελέσθαι Emp.4.7

    ;

    φυλακῆς π. δήμου κυρῆσαι Hdt.1.59

    ;

    τυχεῖν τινος π. θεῶν A.Th. 550

    , cf. S.Aj. 527;

    λαχὼν π. δαιμόνων ὄλβον Pi.N.9.45

    ;

    κακόν τι π. θεῶν ἢ π. ἀνθρώπων λαβεῖν Hdt.2.139

    , etc.;

    μανθάνειν π. ἀστῶν S.OC13

    : with passive Verbs, προτὶ Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι to have been taught by.., Il.11.831, cf. S.OT 357;

    ἄριστα πεποίηται.. πρὸς Τρώων Il.6.57

    ; αἴσχε' ἀκούω π. Τρώων ib. 525, cf. Heraclit.79;

    ταῦτα.. π. τούτου κλύειν S.OT 429

    ;

    οὐ λέγεται π. οὐδαμῶν Hdt.1.47

    ; ἀτιμάζεσθαι, τετιμῆσθαι π. τινῶν, ib.61,2.75; also

    λόγου οὐδενὸς γίνεσθαι π. τινῶν Id.1.120

    ; παθεῖν τι π. τινός at the hand of, ib.73;

    π. ἀλλήλοιν θανεῖν E. Ph. 1269

    , cf. S.OT 1237; π. τῆς τύχης ὄλωλεν ib. 949;

    τὸ ποιεύμενον π. τῶν Λακεδαιμονίων Hdt.7.209

    ;

    αἰτηθέντες π. τινὸς χρήματα Id.8.111

    ;

    ἱμέρου βέλει π. σοῦ τέθαλπται A.Pr. 650

    : with an Adj. or Subst.,

    τιμήεσσα π. πόσιος Od.18.162

    ;

    ἐπίφθονος π. τῶν πλεόνων ἀνθρώπων Hdt.7.139

    ;

    ἔρημος π. φίλων S.Ant. 919

    ;

    ἀπαθὴς π. ἀστῶν Pi.P.4.297

    ;

    πειθὼ π. τινός S.El. 562

    ;

    π. Τρώων.. κλέος εἶναι Il.22.514

    ; ἄρκεσις π. ἀνδρός, δόξα π. ἀνθρώπων, S.OC73, E.Heracl. 624 (lyr.);

    ἐλίπετο ἀθάνατον μνήμην π. Ἑλλησποντίων Hdt.4.144

    : with an Adv., οἶμαι γὰρ ἂν οὐκ ἀχαρίστως μοι ἔχειν οὔτε π. ὑμῶν οὔτε π. τῆς Ἑλλάδος I shall meet with no ingratitude at your hands, X.An.2.3.18, cf. Pl.R. 463d.
    2 of things, π. τίνος ποτ' αἰτίας [τέθνηκεν]; from of by what cause? S.OT 1236; π. ἀμπλακημάτων by or by reason of.., Id.Ant.51.
    III of dependence or close connexion: hence,
    1 dependent on one, under one's protection,

    π. Διός εἰσι ξεῖνοί τε πτωχοί τε Od.6.207

    ,14.57; δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας π. Διὸς εἰρύαται by commission from him, Il.1.239; π. ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις at the bidding of another, 6.456.
    2 on one's side, in one's favour, Hdt.1.75, 124, S.OT 1434, Tr. 479, etc.;

    π. τῶν ἐχόντων.. τὸν νόμον τίθης E.Alc. 57

    .
    IV of that which is derivable from: hence, agreeable to, becoming, like,

    τὰ τοιαῦτα ἔργα οὐ π. τοῦ ἅπαντος ἀνδρὸς νενόμικα γίνεσθαι, ἀλλὰπ. ψυχῆς τε ἀγαθῆς καὶ ῥώμης ἀνδρηΐης Hdt.7.153

    , cf.5.12; ἦ κάρτα π. γυναικὸς αἴρεσθαι κέαρ 'tis very like a woman, A.Ag. 592, cf. 1636;

    οὐ π. ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδάς S.Aj. 581

    , cf. Ar.V. 369, E.Hel. 950, etc.;

    π. σοῦ ἐστι Id.HF 585

    , etc.;

    οὐκ ἦν π. τοῦ Κύρου τρόπου X.An. 1.2.11

    , etc.: of qualities, etc.,

    π. δυσσεβείας A.Ch. 704

    ; π. δίκης οὐδὲν τρέμων agreeably to justice, S.OT 1014, cf.El. 1211;

    οὐ π. τῆς ὑμετέρας δόξης Th.3.59

    ; ἐάν τι ἡμῖν π. λόγου ᾖ if it be at all to our purpose, Pl.Grg. 459c;

    εἰ τόδε π. τρόπου λέγω

    correctly,

    Id.R. 470c

    ; but π. τρόπου τι ὠνεῖσθαι buy at a reasonable price, Thphr.Char.30.12;

    τὰ γενήματα π. ἐλάσσονος τιμᾶς πωλῶν IG5(2).515.14

    ([place name] Lycosura); π. ἀγαθοῦ, π. κακοῦ τινί ἐστι or γίγνεται, it is to one's advantage or otherwise, Arist.Mu. 397a30, Arr.An.7.16.5, Hld.7.12; π. ἀτιμίας λαβεῖν τι to take a thing as an insult, regard it so, Plu.Cic.13;

    π. δέους λαβεῖν τι Id.Flam.7

    ; λαβεῖν τι π. ὀργῆς (v.l. ὀργήν) J.AJ8.1.3; μοι π. εὐκλείας γένοιτο ib. 18.7.7; τῷ δήμῳ π. αἰσχύνης ἂν ἦν, π. ὀνείδους ἂν ἦν τῇ πόλει, Lib.Decl.43.27,28.
    B WITH DAT., it expresses proximity, hard by, near, at,

    ποτὶ γαίῃ Od.8.190

    , 11.423;

    ποτὶ γούνασι Il.5.408

    ; ποτὶ δρυσίν among the oaks, 14.398 (nisi leg. περί)

    ; πρὸς ἄκμονι χαλκεύειν Pi.P.1.86

    ; ποτὶ γραμμᾷ στᾶσαί τινα ib.9.118; ἄγκυραν ποτὶ ναΐ κρημνάντων ib.4.24;

    δῆσαί τινα πρὸς φάραγγι A.Pr.15

    ;

    νεὼς καμούσης ποντίῳ π. κύματι Id.Th. 210

    ;

    π. μέσῃ ἀγορᾷ S.Tr. 371

    ;

    π. Ἀργείων στρατῷ Id.Aj.95

    ;

    π. πέδῳ κεῖται Id.OT 180

    (lyr.); θακεῖν π. ναοῖς ib.20, cf. A.Eu. 855;

    π. ἡλίου ναίουσι πηγαῖς Id.Pr. 808

    ;

    π. τῇ γῇ ναυμαχεῖν Th. 7.34

    ; ἐς μάχην καθίστασθαι π. (v.l. ὑπ')

    αὐτῇ τῇ πόλει Id.2.79

    ;

    τεῖχος π. τῇ θαλάσσῃ Id.3.105

    ;

    αἱ π. θαλάττῃ πόλεις X.HG4.8.1

    ; τὸ π. Αἰγίνῃ στράτευμα off Aegina, Th.1.105; Αίβυες οἱ π. Αἰγύπτῳ bordering on.., ib. 104; τὸ π. ποσί that which is close to the feet, before one, S.OT 130, etc.; θρηνεῖν ἐπῳδὰς π... πήματι over it, Id.Aj. 582; αἱ π. τῇ βάσει γωνίαι the angles at the base, Euc.1.5,al.;

    τὴν π. τῷ.. ιερῷ κρήνην IG22.338.13

    , cf. SIG1040.15 (Piraeus, iv B. C.), al.
    2 before, in the presence of, π. τοῖς θεσμοθέταις, π. τῷ διαιτητῇ λέγειν, D. 20.98,39.22;

    ὅσα π. τοῖς κριταῖς γέγονεν Id.21.18

    ;

    π. διαιτητῇ φεύγειν Id.22.28

    .
    3 with Verbs denoting motion towards a place, upon, against,

    ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ Il.1.245

    , Od.2.80;

    με βάλῃ.. ποτὶ πέτρῃ 5.415

    , cf. 7.279, 9.284;

    νῆας ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν 3.298

    , cf. 5.401; λιαζόμενον ποτὶ γαίῃ sinking on the ground, Il.20.420;

    ἴσχοντες πρὸς ταῖς πόλεσι Th.7.35

    .
    4 sts. with a notion of clinging closely, προτὶ οἷ λάβε clasped to him, Il.20.418;

    προτὶ οἷ εἷλε 21.507

    ;

    πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχονται Od.5.329

    ;

    προσπεπλασμένας.. π. ὄρεσι Hdt.3.111

    ; π. δμῳαῖσι κλίνομαι fall into the arms of.., S.Ant. 1189;

    π. τινί

    close to,

    Men. Epit. 204

    .
    II to express close engagement, at the point of,

    π. αὐτῷ γ' εἰμὶ τῷ δεινῷ λέγειν S.OT 1169

    ; engaged in or about,

    π. τῷ εἰρημένῳ λόγῳ ἦν Pl.Phd. 84c

    , cf. Phdr. 249c, 249d;

    ἂν π. τῷ σκοπεῖν.. γένησθε D.18.176

    ;

    ἀεὶ π. ᾧ εἴη ἔργῳ, τοῦτο ἔπραττεν X. HG4.8.22

    ; διατρίβειν or σχολάζειν π. τινί, Epicr.11.3 (anap.), Arist. Pol. 1308b36 (but

    π. ταῦτα ἐσχόλασα X.Mem.3.6.6

    );

    ὅλος εἶναι π. τῷ λήμματι D.19.127

    ;

    π. τῇ ἀνάγκῃ ταύτῃ γίγνεσθαι Aeschin.1.74

    ; τὴν διάνοιαν, τὴν γνώμην ἔχειν π. τινί, Pl.R. 500b, Aeschin.3.192; κατατάξαι αὐτὸν π. γράμμασιν, i.e. give him a post as clerk, PCair.Zen. 342.3 (iii B. C.);

    ὁ π. τοῖς γράμμασι τεταγμένος Plb.15.27.7

    , cf. 5.54.7, D.S.2.29,3.22;

    ἐπιμελητὴς π. τῇ εἰκασίᾳ τοῦ σησάμου PTeb.713.2

    , cf.709.1 (ii B. C.).
    III to express union or addition, once in Hom., ἄασάν μ' ἕταροί τε κακοὶ π. τοῖσί τε ὕπνος and besides them sleep, Od.10.68;

    π. τοῖς παροῦσιν ἄλλα

    in addition to,

    A.Pr. 323

    , cf. Pers. 531, Xenoph.8.3. Emp.59.3;

    ἄλλους π. ἑαυτῷ Th.1.90

    ; π. ταῖς ἡμετέραις [τριήρεσι] Id.6.90;

    δέκα μῆνας π. ἄλλοις πέντε S.Tr.45

    ;

    τρίτος.. π. δέκ' ἄλλαισιν γοναῖς A.Pr. 774

    ; κυβερνήτης π. τῇ σκυτοτομίᾳ in addition to his trade of leather-cutter, Pl.R. 397e: freq. with neut. Adjs., π. τῷ νέῳ ἁπαλός besides his youth, Id.Smp. 195c, cf. Tht. 185e;

    π. τῷ βλαβερῷ καὶ ἀηδέστατον Id.Phdr. 240b

    ; π. τούτοισι besides this, Hdt.2.51, cf. A.Pers. 237 (troch.), etc.; rarely in sg.,

    π. τούτῳ Hdt.1.31

    ,41; π. τοῖς ἄλλοις besides all the rest, Th.2.61, etc.:—cf. the Advb. usage, infr. D.
    C WITH ACCUS., it expresses motion or direction towards an object:
    I of Place, towards, to, with Verbs of Motion,

    ἰέναι π. Ὄλυμπον Il.1.420

    ; ἰέναι π. δώματα, etc., Od.2.288, etc.;

    ἰέναι π. ἠῶ τ' ἠέλιόν τε Il.12.239

    ; φέρειν προτὶ ἄστυ, ἄγειν προτὶ Ἴλιον, etc., 13.538, 657, etc.; ἄγεσθαιπρὸς οἶκον, ἐρύεσθαι ποτὶ Ἴλιον, 9.147,18.174; ὠθεῖν, δίεσθαι προτὶ ἄστυ, 16.45, 15.681, etc.;

    ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα Od.8.374

    ;

    βαλεῖν ποτὶ πέτρας 12.71

    ;

    κυλινδόμενα προτὶ χέρσον 9.147

    ; ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτόν returned to his home, LXX Nu.24.25; κληθῆναι π. τὸ δεῖπνον (rarer than ἐπὶ δεῖπνον) Plu. Cat.Ma.3.
    2 with Verbs implying previous motion, upon, against, π. τεῖχος, π. κίονα ἐρείσας, Il.22.112, Od.8.66;

    ἅρματα.. ἔκλιναν π. ἐνώπια Il.8.435

    ;

    ἔγχος ἔστησε π. κίονα Od.1.127

    ;

    ποτὶ τοῖχον ἀρηρότες 2.342

    ;

    ποτὶ βωμὸν ἵζεσθαι 22.334

    ;

    πρὸς γοῦνα καθέζετό τινος 18.395

    ;

    π. ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνει A.Pr. 278

    ;

    τὰ πολλὰ πατρὸς π. τάφον κτερίσματα S.El. 931

    ; χῶρον π. αὐτὸν τόνδ' dub. in Id.Ph.23; later,

    ἔστη π. τὸν στῦλον LXX 4 Ki.23.3

    ;

    ὁ ὄχλος π. τὴν θάλασσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἦσαν Ev.Marc.4.1

    ; π. ὑμᾶς παραμενῶ with you, 1 Ep.Cor.16.6;

    ἐκήδευσαν τὸν.. πατέρα.. π. τοὺς λοιποὺς συγγενεῖς

    beside,

    Supp.Epigr.6.106

    ([place name] Cotiaeum).
    b of addition,

    ποὶ τὰν στάλαν ποιγραψάνσθω τάδε SIG56.46

    (Argos, v B. C.);

    ἵππον προσετίθει πρὸς τοὔνομα Ar.Nu.63

    , cf. Hdt.6.125, X.HG1.5.6, Pl.Phlb. 33c, Arist.Rh. 1359b28; προσεδαπάνησε π. τὸ μερισθὲν αὐτῷ εἰς τὸ ἔλαιον ἐκ τῶν ἰδίων over and above the sum allotted to him, IG22.1227.9; προσετέθη π. τὸν λαὸν αὐτοῦ was gathered to his people, LXX Ge.49.33.
    3 with Verbs of seeing, looking, etc., towards,

    ἰδεῖν π. τινά Od.12.244

    , al.; ὁρᾶν, ἀποβλέπειν π. τι or τινά, A.Supp. 725, Ar.Ach. 291, etc.;

    ἀνταυγεῖ π. Ὄλυμπον Emp.44

    ; στάντε ποτὶ πνοιήν so as to face it, Il.11.622 (similarly, πέτονται πρὸς τὸ πνεῦμα against the wind, Arist.HA 597a32); κλαίεσκε π. οὐρανόν cried to heaven, Il.8.364: freq. of points of the compass, π. ζόφον κεῖσθαι lie towards the West, Od.9.26;

    ναίειν π. ἠῶ τ' ἠέλιόν τε 13.240

    ;

    στάντα π. πρώτην ἕω S.OC 477

    ; so in Prose,

    π. ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς Hdt. 1.201

    , cf. 4.40;

    π. βορέην τε καὶ νότον Id.2.149

    ; also

    ἀκτὴ π. Τυρσηνίην τετραμμένη τῆς Σικελίης Id.6.22

    (v. supr. A. 1.2); π. ἥλιον facing the sun, and so, in the sunlight, Ar.V. 772; so π. λύχνον by lamplight, Id. Pax 692, Jul.Ep.4;

    π. τὸ λύχνον Hippon.22

    Diehl, cf. Arist.Mete. 375a27;

    πὸτ τὸ πῦρ Ar.Ach. 751

    ;

    πρὸς τὸ πῦρ Pl.R. 372d

    , cf. Arist.Pr. 870a21; π. φῶς in open day, S.El. 640; but, by torch-light, Plu.2.237a.
    4 in hostile sense, against,

    π. Τρῶας μάχεαι Il.17.471

    ;

    ἐστρατόωνθ'.. π. τείχεα Θήβης 4.378

    ; π. δαίμονα against his will, 17.98;

    βεβλήκει π. στῆθος 4.108

    ;

    γούνατ' ἐπήδα π. ῥόον ἀΐσσοντος 21.303

    ;

    χρὴ π. θεὸν οὐκ ἐρίζειν Pi.P.2.88

    ;

    π. τοὐμὸν σπέρμα χωρήσαντα S.Tr. 304

    ;

    ἐπιέναι π. τινάς Th.2.65

    ;

    ὅσα ἔπραξαν οἱ Ἕλληνες π. τε ἀλλήλους καὶ τὸν βάρβαρον Id.1.118

    ;

    ἀγωνίζεσθαι π. τινά Pl.R. 579c

    ;

    ἀντιτάττεσθαι π. πόλιν X.Cyr.3.1.18

    : also in argument, in reply to,

    ταῦτα π. τὸν Πιττακὸν εἴρηται Pl.Prt. 345c

    ; and so in the titles of judicial speeches, πρός τινα in reply to, less strong than κατά τινος against or in accusation, D.20 tit., etc.;

    μήτε π. ἐμὲ μήτε κατ' ἐμοῦ δίκην εἶναι Is.11.34

    .
    5 without any hostile sense,

    π. ἀλλήλους ἔπεα πτερόεντ' ἀγόρευον Il.3.155

    ,cf.5.274,11.403,17.200;

    π.ξεῖνον φάσθαι ἔπος ἠδ' ἐπακοῦσαι Od.17.584

    ; λέγειν, εἰπεῖν, φράζειν π. τινά, Hdt. 1.8,90, Ar.V. 335, Nu. 359;

    ἀπαγγεῖλαι π. τινάς A.Ch. 267

    ;

    μνησθῆναι π. τινά Lys.1.19

    , etc.;

    ἀμείψασθαι π. τινά Hdt.8.60

    codd.;

    ἀποκρίνεσθαι π. τινάς Ar.Ach. 632

    , Th.5.42; ὤμοσε δὲ π. ἔμ' αὐτόν he swore to me, Od.14.331: π. sts. governs the reflex. pron.,

    διαλογίζεσθαι π. ὑμᾶς αὐτούς Is.7.45

    ; ἀναμνήσθητε, ἐνθυμήθητε π. ὑμᾶς αὐτούς, Isoc.6.52, 15.60;

    π. ἐμαυτὸν.. ἐλογιζόμην Pl.Ap. 21d

    ; μινύρεσθαι, ἄδειν π. ἑαυτόν, Ar.Ec. 880, 931;

    ἐπικωκύω.. αὐτὴ π. αὑτήν S.El. 285

    .
    b π. σφέας ἔχειν δοκέουσι, i.e. they think they are pregnant, Hp.Nat.Puer. 30.
    6 of various kinds of intercourse or reciprocal action, π... Διομήδεα τεύχε' ἄμειβεν changed arms with Diomedes, Il.6.235;

    ὅσα.. ξυμβόλαια.. ἦν τοῖς ἰδιώταις π. τοὺς ἰδιώτας ἢ ἰδιώτῃ π. τὸ κοινόν IG12.116.19

    ; σπονδάς, συνθήκας ποιεῖσθαι π. τινά, Th.4.15, Plb.1.17.6;

    ξυγχωρεῖν π. τινάς Th.2.59

    ;

    γίγνεται ὁμολογία π. τινάς Id.7.82

    , cf. Hdt. 1.61;

    π. τινὰς ξυμμαχίαν ποιεῖς θαι Th.5.22

    ;

    π. ἀλλήλους ἡσυχίαν εἶχον καὶ π. τοὺς ἄλλους.. εἰρήνην ἦγον Isoc.7.51

    ;

    π. ἀλλήλους ἔχθραι τε καὶ στέργηθρα A.Pr. 491

    ; also

    σαίνειν ποτὶ πάντας Pi.P.2.82

    , cf. O.4.6;

    παίζειν πρός τινας E.HF 952

    , etc.;

    ἀφροδισιάζειν π. τινά X.Mem.1.3.14

    ;

    ἀγαθὸς γίγνεσθαι π. τινά Th.1.86

    ;

    εὐσεβὴς π. τινὰς πέλειν A.Supp. 340

    ; διαλέγεσθαι π. τινά converse with.., X.Mem.1.6.1, Aeschin.2.38,40, 3.219;

    κοινοῦσθαι π. τινάς Pl.Lg. 930c

    ;

    π. τοὺς οἰκέτας ἀνακοινοῦσθαι περὶ τῶν μεγίστων Thphr.Char.4.2

    ; διαλογίζεσθαι π. τινά balance accounts with.., D.52.3, cf. SIG241.127 (Delph., iv B. C.);

    ἃ ἔχει διελόμενος π. τὸν ἀδελφόν IG12(7).55.8

    (Amorgos, iv/iii B. C.), cf. D. 47.34.
    b in phrases of the form ἡ π. τινὰ εὔνοια (ἔχθρα, etc.), π. sts. means towards, as ἡ π. αὑτοὺς φιλία the affection of their wives towards or for them, X.Cyr.3.1.39;

    ἡ π. ὑμᾶς ἔχθρα Id.HG3.5.10

    ;

    ἡ ἀπέχθεια ἡ π. τοὺς πλουσίους Arist.Pol. 1305a23

    ;

    τὴν π. τοὺς τετελευτηκότας εὔνοιαν ὑπάρχουσαν D.18.314

    , cf. SIG352.13 (Ephesus, iv/iii B. C.), al.;

    φυσικαὶ τοκέων στοργαὶ π. τέκνα ποθεινά IG12(5).305.13

    ([place name] Paros): but sts. at the hands of, ἡ π. τὸ θεῖον εὐμένεια the favour of the gods, Th.5.105; φθόνος τοῖς ζῶσι π. τὸ ἀντίπαλον jealousy is incurred by the living at the hands of their rivals, Id.2.45; τὴν ἀπέχθειαν τὴν π. Θηβαίους.. τῇ πόλει γενέσθαι the hostility incurred by Athens at the hands of the Thebans, D.18.36, cf.6.3, 19.85; τῇ φιλίᾳ τῇ π. τὸν τετελευτηκότα the friendship with (not 'affection for') the deceased, Is.1.17, cf. Pl.Ap. 21c, 28a, Isoc.15.101,19.50, Lycurg.135, Din.1.19, etc.;

    τίνος ὄντος ἐμοὶ π. ὑμᾶς ἐγκλήματος; Lys.10.23

    , cf. 16.10;

    τιμώμενος.. διὰ τὴν π. ὑμᾶς πίστιν Din.3.12

    , cf. Lys.12.67, D.20.25; τῷ φόβῳ τῷ π. ὑμᾶς the fear inspired by you, Id.25.93; τῇ π. Ῥωμαίους εὐνοία his popularity with the Romans, Plb.23.7.5.
    7 of legal or other business transacted before a magistrate, witness, etc.,

    τάδε ὁ σύλλογος ἐβουλεύσατο.. π. μνήμονας SIG45.8

    (Halic., v B. C.), cf. IG7.15.1 (Megara, ii B. C.); γράφεσθαι αὐτὸν κλοπῆς.. π. τοὺς ἐπιμελητάς ib.12.65.46; ἀτέλειαν εἶναι αὐτῷ καὶ δίκας π. τὸν πολέμαρχον ib.153.7; λόγον διδόντων τῶν.. χρημάτων.. π. τοὺς λογιστάς ib.91.27; before a jury,

    ἔστι δὲ τούτοις μὲν π. ὑμᾶς ἁγών, ὑμῖν δὲ π. ἅπασαν τὴν πόλιν Lys. 26.14

    ;

    ἀντιδικῆσαι τῷ παιδὶ.. π. ὑμᾶς Is.11.19

    codd. (dub.); before a witness to whom an appeal for corroboration is made, Id.3.25;

    ὀμόσαντες πὸ (τ) τὸν θεόν Schwyzer 418.11

    ([place name] Elis); φέρρεν αὐτὸν πὸ (τ) τὸν Δία in the eyes of Zeus, ib.415.7(ibid.); λαχεῖν πρὸς τὸν ἄρχοντα, γράφεσθαι π. τοὺς θεσμοθέτας, D.43.15, Lex ib.21.47, cf. Arist.Ath.56.6;

    τοῖς ἐμπόροις εἶναι τὰς δίκας π. τοὺς θεσμοθέτας D.33.1

    ; θέντων τὰ.. ποτήρια.. π. Πολύχαρμον having pawned the cups with P., IPE12.32A15 (Olbia, iii B. C.); also

    διαβάλλειν τινὰ π. τοὺς πολλούς X. Mem. 1.2.31

    , cf. D.7.33.
    II of Time, towards or near a certain time, at or about,

    ποτὶ ἕσπερα Od.17.191

    ;

    ποτὶἕσπερον Hes.Op. 552

    ;

    πρὸς ἑσπέραν Pl.R. 328a

    ;

    ἐπεὶ π. ἑσπέραν ἦν X.HG4.3.22

    ;

    π. ἡμέραν Id.An.4.5.21

    ;

    π. ὄρθρον Ar.Lys. 1089

    ; ποτ' ὄρθρον (nisi leg. πότορθρον) Theoc.5.126, Erinn. in PSI9.1090.48 + 8 (p.xii);

    πρὸς ἕω Ar.Ec. 312

    ; π.ἀῶ ἐγρέσθαι, π. ἡμέραν ἐξεγρέσθαι, Theoc.18.55, Pl.Smp. 223c; π. γῆρας, π. τὸ γῆρας, in old age, E.Med. 592, Pl.Lg. 653a; π. εὐάνθεμον φυάν in the bloom of life, Pi.O.1.67; μέχρις ὅτου π. γυναῖκας ὦσι, i.e.of marriageable age, IG22.1368.41: later, π.τὸ παρόν for the moment, Luc.Ep. Sat.28, etc.; v. infr. 111.5.
    III of Relation between two objects,
    1 in reference to, in respect of, touching, τὰ π. τὸν πόλεμον military matters, equipments, etc., Th.2.17, etc.; τὰ π. τὸν βασιλέα our relations to the King, D.14.2; τὰ π. βασιλέα πράγματα the negotiations with the King, Th.1.128; τὰ π. τοὺς θεούς our relations, i.e. duties, to the gods, S.Ph. 1441;

    μέτεστι π. τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον.. ἐλευθέρως δὲ τὰ π. τὸ κοινὸν πολιτεύομεν Th.2.37

    ;

    οὐδὲν διοίσει π. τὸ γενέσθαι..

    in respect of..,

    Arist.APr. 24a25

    , cf. Pl.Phd. 111b; ἕτερος λόγος, οὐ π. ἐμέ that is another matter, and does not concern me, D.18.44, cf. 21,60, Isoc.4.12; τῶν φορέτρων ὄντων π. ἐμέ freightage shall be my concern, i.e. borne by me, PAmh.91.18 (ii A. D.);

    π. τοῦτον ἦν ἡ τῶν διαφόρων πρᾶξις LXX 2 Ma.4.28

    ; ἐὰν.. βοᾷ καὶ σχετλιάζῃ μηδὲν π. τὸ πρᾶγμα, nihil ad rem, D.40.61; οὐδὲν π. τὸν Διόνυσον Prov. ap.Plb.39.2.3, Suid.; οὐδὲν αὐτῷ π. τὴν πόλιν ἐστίν he owes no reckoning to the State, D.21.44;

    λόγος ἐστὶν ἐμοὶ π. Ἀθηναίους Philonid. 1

    D.;

    π. Ἰάσονά ἐστιν αὐτῷ περὶ τῆς τιμῆς PHamb.27.8

    (iii B. C.), cf. PCair.Zen.150.18 (iii B. C.); ἔσται αὐτῷ π. τὸν Θεόν (sc. ὁ λόγος ) he shall have to reckon with God, Supp.Epigr.6.188, cf. 194, al. ([place name] Eumenia); without αὐτῷ, ib.236 ([place name] Phrygia);

    ἔσται π. τὴν Τριάδαν MAMA1.168

    , cf. Supp.Epigr.6.302 (Laodicea Combusta); ἕξει π. τὸν Θεόν ib.300, al. (ibid.); ἕξει π. τὴν ἐωνίαν κρίσιν ib.4.733 ([place name] Eukhaita), cf. 6.841 ([place name] Cyprus);

    π. πολλοὺς ἔχων ἀγωνιστάς Suid.

    s.v. ὅσα μῦς ἐν πίσσῃ, cf. 2 Ep.Cor.5.12: with Advbs.,

    ἀσφαλῶς ἔχειν π. τι X.Mem.1.3.14

    , etc.; [τὸ or τὰ] πρός τι, the relative term or terms, Arist.Cat. 1b25, 6a36, al.; τὸ π. τι, Pythag. name for two, Theol.Ar.8; π. ἡμᾶς relatively to us, opp. ἁπλῶς, Arist.APo. 72a1; ὀρθὸς πρός or ποτί c. acc., perpendicular to, Archim.Sph.Cyl.2.3, Spir.20; ἁ Δζ ποτὶ τὰν ΑΔ ἀμβλεῖαν ποιεῖ γωνίαν ib.16.
    2 in reference to, in consequence of,

    πρὸς τοῦτο τὸ κήρυγμα Hdt.3.52

    , cf. 4.161;

    π. τὴν φήμην

    in view of..,

    Id.3.153

    , cf. Th.8.39;

    χαλεπαίνειν π. τι Id.2.59

    ;

    ἀθύμως ἔχειν π. τι X.HG4.5.4

    , etc.: with neut. Pron.,

    π. τί;

    wherefore? to what end?

    S.OT 766

    , 1027, etc.; π. οὐδέν for nothing, in vain, Id.Aj. 1018; π. οὐδὲν ἀναγκαῖον unnecessarily, Sch.Il.9.23;

    π. ταῦτα

    therefore, this being so,

    Hdt.5.9

    ,40, A.Pr. 915, 992, S.OT 426, etc.; cf. οὗτος c. v111.1b.
    3 in reference to or for a purpose,

    ἕστηκεν.. μῆλα π. σφαγάς A.Ag. 1057

    ; χρήσιμος, ἱκανὸς π. τι, Pl.Grg. 474d, Prt. 322b;

    ὡς π. τί χρείας; S.OT 1174

    , cf. OC71, Tr. 1182;

    ἕτοιμος π. τι X.Mem.4.5.12

    ;

    ἱκανῶς ὡς π. τὴν παροῦσαν χρείαν Arist. Cael. 269b21

    ;

    ἢν ἀρήγειν φαίνηται π. τὴν σύμπασαν νοῦσον Hp.Acut. 60

    ; ποιεῖ π. ἐπιλημπτικούς is efficacious for cases of epilepsy, Dsc.1.6;

    ἐθέλοντες τὰ π. τὴν νοῦσον ἡδέα μᾶλλον ἢ τὰ π. τὴν ὑγιείην προσδέχεσθαι Hp. de Arte7

    .
    b with a view to or for a future time,

    ὅπως.. γράμματα δῷ π. ἢν ἂν ἡμέραν ἑκάτεροι παραγίνωνται SIG679.62

    (Senatus consultum, ii B. C.);

    θαυμάζεται τὰ Περικλέους ἔργα π. πολὺν χρόνον ἐν ὀλίγῳ γενόμενα Plu.Per.13

    .
    c = πρός B. 11,

    ἐγίνετο π. ἀναζογήν Plb.3.92.8

    ;

    ὄντων π. τὸ κωλύειν Id.1.26.3

    , cf. 1.29.3, al., Plu.Nic.5.
    4 in proportion or relation to, in comparison with,

    κοῖός τις δοκέοι ἀνὴρ εἶναι π. τὸν πατέρα Κῦρον Hdt.3.34

    ;

    ἔργα λόγου μέζω π. πᾶσαν χώρην Id.2.35

    ;

    π. πάντας τοὺς ἄλλους Id.3.94

    , 8.44;

    πολλὴν ἂν οἶμαι ἀπιστίαν τῆς δυνάμεως.. π. τὸ κλέος αὐτῶν εἶναι Th.1.10

    , cf. Pi.O.2.88, Pl. Prt. 327d, 328c, Phd. 102c, etc.; π. τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας ναῦς τὸ μέσον σκοπεῖν the mean between.., Th.1.10;

    τὸ κάλλιστον τῶν ἔργων π. τὸ αἴσχιστον συμβαλεῖν Lycurg.68

    ;

    ἓν π. ἓν συμβάλλειν Hdt.4.50

    ; also

    ἔχεις π. τὰ ἔτη μέλαιναν τὴν τρίχα Thphr. Char.2.3

    ;

    ἐνδεεστέρως ἢ π. τὴν ἐξουσίαν Th.4.39

    : also of mathematical ratio, οἷος ὁ πρῶτος (sc. ὅρος)

    ποτὶ τὸν δεύτερον, καὶ ὁ δεύτερος ποτὶ τὸν τρίτον Archyt.2

    , cf. Philol.11, Pl.Ti. 36b, Arist.Rh. 1409a4, al., Euc. 5 Def.4, etc.; πρὸς παρεὸν.. μῆτις ἀέξεται ἀνθρώποισι in proportion to the existing (physical development), Emp.106: also of price, value, πωλεῖσθαι δὶς π. ἀργύριον sells twice against or relatively to silver, i.e. for twice its weight in silver, Thphr.HP9.6.4;

    πωλεῖται ὁ σταθμὸς αὐτοῦ π. διπλοῦν ἀργύριον Dsc.1.19

    ; [ἡ μαργαρῖτις λίθος] πωλεῖται.. π. χρυσίον for its weight in gold, Androsthenes ap.Ath.3.93b: metaph.,

    π. ἀρετήν Pl.Phd. 69a

    ; ὅπως π. τὰς τιμὰς τῶν κριθῶν τὰ ἄλφιτα πωλήσουσι on the basis of the price of barley, Arist.Ath.51.3; ἐξέστω αὐτοῦ ἀπογραφὴ τῆς οὐσίας π. τοῦτο τὸ ἀργύριον Ἀθηναίων τῷ βουλομένῳ property equal in value to this silver, IG22.1013.14, cf. PHib. 1.32.9 (iii B. C.), IG5(1).1390.78 (Andania, i B. C.);

    τῶν ἐγγύων τῶν ἐγγυωμένων π. [αὐτὰ] τὰ κτήματα SIG364.42

    (Ephesus, iii B. C.);

    θέντων τὰ ποτήρια π. χρυσοῦς ἑκατόν IPE12.32A16

    (Olbia, iii B. C.); τοὺς ἀπαγομένους εἰς φυλακὴν π. τὰ χρέα imprisoned for debt, Plb. 38.11.10, cf. 1.72.5, 5.27.4,5,7,5.108.1, PTeb.707.9 (ii B. C.);

    τοὺς π. καταδίκας ἐκπεπτωκότας Plb.25.3.1

    , cf. SIG742.31 (Ephesus, i B. C.);

    ἐγδίδομεν τὸ ἔργον.. π. χαλκόν IG7.3073.6

    (Lebad., ii B. C.), cf. PSI5.356.7 (iii B. C.), PTeb. 825 (a).16 (ii B. C.), Sammelb.5106.3 (ii B. C.);

    οἷον π. ἀργύριον τὴν δόξαν τὰς ψυχὰς ἀποδιδόμενοι Jul. Or.1.42b

    ; π. ἅλας ἠγορασμένος, i.e. 'dirt cheap', Men.828 (also π. ἅλα δειπνεῖν καὶ κύαμον, i.e. dine frugally, take pot-luck, Plu.2.684f); so

    ἡδονὰς π. ἡδονὰς.. καταλλάττεσθαι Pl.Phd. 69a

    ; of measurements of time by the flow from the clepsydra,

    π. ἕνδεκα ἀμφορέας ἐν διαμεμετρημένῃ τῇ ἡμέρᾳ κρίνομαι Aeschin.2.126

    , cf. Arist.Ath.67.2,3,69.2;

    λεγέσθω τᾶς δίκας ὁ μὲν πρᾶτος λόγος ἑκατέροις ποτὶ χόας δεκαοκτώ SIG953.17

    (Calymna, ii B. C.); λεξάντων πρὸς τὴν τήρησιν τοῦ ὕδατος ib.683.60 (Olympia, ii B. C.); π. κλεψύδραν Eub.p.182 K., Epin. 2;

    π. κλεψύδρας Arist.Po. 1451a8

    ;

    π. ὀλίγον ὕδωρ ἀναγκαζόμενος λέγειν D.41.30

    ; hence later, π. ὀλίγον for a short time,

    ἐπανεῖναι π. ὀλίγον τὴν πολιορκίαν J.BJ5.9.1

    , cf. Alex.Aphr. in Top.560.2, Hld.2.19, POxy67.14 (iv A.D.), Orib.Fr.116, Gp.4.15.8; π.ὀλίγον καιρόν, χρόνον, Antyll. ap. Orib.9.24.26, Paul.Aeg.Prooem.; π. ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν Poet. in Mus.Script.p.452 von Jan;

    μήτηρ δ' ἦν π. μικρόν Sammelb. 7288.4

    ([place name] Ptolemaic);

    π. βραχύ Jul.Or.1.47b

    (but π. βραχὺ παρηβηκυίας (by) a little past their best, Gp.4.15.3);

    π. βραχὺν καιρόν Iamb. Protr. 21

    .

    κα'; π. τὸ ἀκαρές Porph.Gaur.3.3

    ;

    π. μίαν ἢ δευτέραν ἡμέραν Dsc. 2.101

    , cf. Sor.1.56;

    π. δύο ἡμέρας ἐκοίμησα ἐκεῖ BGU775.8

    (ii A. D.);

    π.μόνην τὴν ἐνεστῶσαν ἡμέραν Sammelb. 7399

    (ii A.D.), cf. M.Ant.12.4;

    προστιμάσθω π. χρόνον μὴ εἰσελθεῖν ὅσον ἂν δόξῃ IG22.1368.89

    .
    5 in or by reference to, according to, in view of,

    π. τὸ παρεὸν βουλεύεσθαι Hdt. 1.20

    , cf. 113, Th.6.46,47, IG22.1.20, etc.;

    π. τὴν παροῦσαν ἀρρωστίαν Th.7.47

    ;

    ἵνα π. τὸν ὑπάρχοντα καιρὸν ἕκαστα θεωρῆτε D.18.17

    , cf. 314, etc.;

    εἴ τι δεῖ τεκμαίρεσθαι π. τὸν ἄλλον τρόπον Id.27.22

    ; τοῖς π. ὑμᾶς ζῶσι those who live with your interests in view, Id.19.226;

    ἐλευθέρου τὸ μὴ π. ἄλλον ζῆν Arist.Rh. 1367a32

    ;

    π. τοῦτον πάντ' ἐσκόπουν, π. τοῦτον ἐποιοῦντο τὴν εἰρήνην D.19.63

    ; τὸ παιδεύεσθαι π. τὰς πολιτείας suitably to them, Arist.Pol. 1310a14; ὁρῶ.. ἅπαντας π. τὴν παροῦσαν δύναμιν τῶν δικαίων ἀξιουμένους according to their power, D.15.28;

    π. τὰς τύχας γὰρ τὰς φρένας κεκτήμεθα

    according to..,

    E.Hipp. 701

    ; πὸς τὰς συνθέσις in accordance with the agreements, IG5(2).343.41,60 (Orchom. Arc.); τὸν δικαστὰν ὀμνύντα κρῖναι πορτὶ τὰ μωλιόμενα having regard to the pleadings, Leg.Gort.5.44, cf. 9.30; αἱ ἀρχαὶ.. πρὸς τὰ κατεσκευασμένα σύμβολα σηκώματα ποιησάμεναι after making weights and measures in accordance with, or by reference to, the established standards, IG22.1013.7; π. τὰ στάθμια τὰ ἐν τῷ ἀργυροκοπίῳ as measured by the weights in the mint, ib. 30, cf. PAmh.43.10 (ii B. C.); [Εόλων] ἐποίησε σταθμὰ π. τὸ νόμισμα made (trade-) weights on the basis of (i.e. proportional to) the coinage, Arist.Ath.10.2;

    ὀρθὸν π. τὸν διαβήτην IG22.1668.9

    , cf. 95,7.3073.108 (Lebad., ii B. C.); π. τὸ δικαιότατον in accordance with the most just principle, D.C.Fr.104.6.
    6 with the accompaniment of musical instruments,

    π. κάλαμον Pi.O.10(11).84

    ; π. αὐλόν or τὸν αὐλόν, E.Alc. 346, X.Smp.6.3, etc.;

    π. λύραν.. ᾄδειν SIG662.13

    (Delos, ii B. C.); π. ῥυθμὸν ἐμβαίνειν to step in time, D.S.5.34.
    7 [full] πρός c.acc. freq. periphr. for Adv., π. βίαν, = βιαίως, under compulsion,

    νῦν χρὴ.. τινα π. βίαν πώνην Alc.20

    (s.v.l.);

    π. βίαν ἐπίνομεν Ar.Ach.73

    ;

    τὸ π. βίαν πίνειν ἴσον πέφυκε τῷ διψῆν κακόν S.Fr. 735

    ; ἥκω.. π. βίαν under compulsion, Critias 16.10 D.; by force, forcibly, A.Pr. 210, 355, etc.; οὐ π. βίαν τινός not forced by any one, Id.Eu.5 (but also, in spite of any one, S.OC 657);

    π. τὸ βίαιον A.Ag. 130

    (lyr.);

    π. τὸ καρτερόν Id.Pr. 214

    ; π. ἀλκήν, π. ἀνάγκαν, Id.Th. 498, Pers. 569 (lyr.);

    οὐ διαχωρέεει [ἡ γαστὴρ] εἰ μὴ π. ἀνάγκην Hp. Prog.8

    ,19;

    π. ἰσχύος κράτος S.Ph. 594

    ;

    π. ἡδονὴν εἶναί τινι A.Pr. 494

    ; π. ἡδονὴν λέγειν, δημηγορεῖν, so as to please, Th.2.65, S.El. 921, D.4.38, cf. E.Med. 773;

    οἱ πάντα π. ἡδονὴν ἐπαινοῦντες Arist.EN 1126b13

    ;

    ἅπαντα π. ἡδ. ζητεῖν D.1.15

    , cf. 18.4; λούσασθαι τὸ σῶμα π. ἡδ. as much or little as one like s, Hp.Mul.2.133;

    πίνειν π. ἡδ. Pl. Smp. 176e

    ; π. τὸ τερπνόν calculated to delight, Th.2.53; π. χάριν so as to gratify,

    μήτε π. ἔχθραν ποιεῖσθαι λόγον μήτε π. χ. D.8.1

    , cf. S.OT 1152;

    π. χάριν δημηγορεῖν D.3.3

    , etc.: c. gen. rei, π. χάριν τινός for the sake of,

    π. χ. βορᾶς S.Ant.30

    , cf. Ph. 1156 (lyr.);

    π. ἰσχύος χ.

    by means of,

    E.Med. 538

    ; π. ὀργήν with anger, angrily, S.El. 369, Th.2.65, D.53.16 (v.l.);

    π. ὀργὴν ἐλθεῖν τινι Id.39.23

    , etc.; π. τὸ λιπαρές importunately, S.OC 1119;

    π. εὐσέβειαν Id.El. 464

    ; π. καιρόν seasonably, Id.Aj.38, etc.;

    π. φύσιν Id.Tr. 308

    ; π. εὐτέλειαν cheaply, Antiph.226.2; π. μέρος in due proportion, D.36.32;

    π. ὀλίγον μέρος Gp.2.15.1

    ; τέτραπτο π. ἰθύ οἱ straight towards him, Il.14.403; π. ὀρθὰς (sc. γωνίας ( .. τῇ AEB at right angles to, Arist.Mete. 373a14, cf. Euc.1.11, Archim.Sph.Cyl.1.3;

    π. ὀρθὴν τέμνουσα Arist.Mete. 363b2

    ; π. ἀχθηδόνα, π. ἀπέχθειαν, Luc.Tox.9, Hist.Conscr.38; γυνὴ π. ἀλήθειαν οὖσα in truth a woman, a very woman, Ath.15.687a, cf. Luc. JTr.48, Alex.61: c. [comp] Sup., π. τὰ μέγιστα in the highest degree, Hdt.8.20.
    8 of Numbers. up to, about, Plb.16.7.5, etc.: cf. πρόσπου.
    D ABS. AS ADV., besides, over and above; in Hom. always π. δέ or ποτὶ δέ, Il.5.307, 10.108, al., cf. Hdt.1.71, etc.; π. δὲ καί ib. 164, 207;

    π. δὲ ἔτι Id.3.74

    ;

    καὶ π. Id.7.154

    , 184, prob. in A.Ch. 301, etc.;

    καὶ π. γε E.Hel. 110

    , Pl.R. 328a, 466e;

    καὶ.. γε π. A.Pr.73

    ;

    καὶ δὴ π. Hdt.5.67

    ; freq. at the end of a second clause,

    τάδε λέγω, δράσω τε π. E.Or. 622

    ;

    ἀλογία.., καὶ ἀμαθία γε π. Pl.Men. 90e

    , cf. E.Ph. 610;

    ἐνενήκοντα καὶ μικρόν τι π. D.4.28

    , cf. 22.60.
    I motion towards, as προσάγω, προσέρχομαι, etc.
    II addition, besides, as προσκτάομαι, προσδίδωμι, προστίθημι, etc.
    III a being on, at, by, or beside: hence, a remaining beside, and metaph. connexion and engagement with anything, as πρόσειμι, προσγίγνομαι, etc.
    F REMARKS,
    1 in poetry πρός sts. stands after its case and before an attribute,

    ποίμνας βουστάσεις τε π. πατρός A.Pr. 653

    , cf. Th. 185, S.OT 178 (lyr.), E.Or.94; ἄστυ πότι (or ποτὶ)

    σφέτερον Il.17.419

    , cf. Pi.O.4.5.
    2 in Hom. it is freq. separated from its Verb by tmesis.
    3 sts. (in violation of the rule given by A.D.Synt.127.8, Pron.42.5) followed by an enclit. Pron.,

    πρός με S.Aj. 292

    , Ar.Pl. 1055, D.18.14 (v.l.), Men.978, Pk.77, Com.Adesp.15.25 D., 22.68 D., etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρός

  • 8 προς-ουρέω

    προς-ουρέω (s. οὐρέω), anpissen; προςεούρουν, Dem. 54, 4; D. L. 6, 46; τινί, Babr. 48, 7; komisch sagt Ar. Ran. 95 ἢν μόνον χορὸν λάβῃ ἅπαξ προςουρήσαντα τῇ τραγῳδίᾳ, wo wir etwa sagen könnten »die Tragödie nothzüchtigen« (Droysen »wenn er die Tragödie angegeilt«), und der Schol., es von οὖρος ableitend, fälschlich εὐϑυδρομήσαντα, εὐδοκιμήσαντα erklärt, aber auch das Richtigere giebt, τὸ βραχύν τινα χρόνον διατρίψαντα καὶ τῶν αὐτῶν λήρων ἐκχέαντα τῇ τραγωδίᾳ. Es bildet den Gegensatz zu γόνιμος ποιητής.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > προς-ουρέω

См. также в других словарях:

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»